Όταν μίλας για death metal και αναφέρεται το όνομα του Chuck Schuldiner, μοιάζει σαν τη σχέση Gotham και Batman. Ο Schuldiner ήταν – και παραμένει – ο σούπερ ηρωάς του, αυτός που έδειξε πώς παίζεται το είδος στην τέλεια μορφή του. Μπορεί το “Scream Bloody Gore” να ήταν η έπαφη του κόσμου με το ταλέντό του, όμως, θα έπρεπε να περάσει ένας χρόνος και να έρθει το “Leprosy” για να δούμε ψύγματα της ιδιοφυΐας του.
Το “Leprosy” των Death δεν είναι ούτε το καλύτερο album των Death, ούτε το πρώτο τους, ωστόσο, είναι το σημαντικότερο. Ήταν το επόμενο για την εξέλιξη της μπάντας, αυτό που θα γεφύρωνε την ωμή βαρβαρότητα του προκατόχου του και των περίπλοκων – μα ουσιώδων – συνθέσεων του μέλλοντος. Επίσης ήταν το album που ακούσαμε για πρώτη φορά αυτό το μοναδικό γνώρισμα του Chuck Schuldiner. Την ικανότητά του να γράφει δεκάδες riff και κάθε ένα από αυτά είναι αξιομνημόνευτο, έως και θρυλικό.
O Schuldiner αφήνει πίσω του τραγούδια για ζόμπι και αίματα και αρχίζει να καταπιάνεται με πιο σόβαρα θέματα. Ακόμα και αν στο “Leprosy” δεν πλησιάζει ούτε λίγο το στιχουργικό βάθος που συναντούμε στο πχ. “Individual Thought Patterns”, είναι σαφές ότι ο Chuck θέλει να τον πάρουν στα σοβαρά. Και γιατί όχι; Ξέρει ότι ξεπερνά τα όρια με αυτόν τον δίσκο, ότι είναι καλύτερος από κάθε άποψη. Απλά μάλλον δεν καταλαβαίνει πόσο καλύτερο είναι το “Leprosy από το “Scream Bloody Gore”. Και σίγουρα δεν έχει συνειδητοποιήσει πόσο απομακρύνεται από την υπόλοιπη σκηνή. Είναι σοκαριστικό αν σκεφτείς ότι ο Schuldiner το 1988 που δημιουργούσε το “Leprosy” ήταν μόλις 21 ετών.
Η σημασία του “Leprosy” δεν έγκειται μόνο στις ηχητικές καινοτομίες του, αλλά και στον πρωτοποριακό του ρόλο
Η σύγκριση του “Leprosy” με τον προκάτοχό του, το “Scream Bloody Gore”, αποκαλύπτει τη φυσική εξέλιξη του ήχου των Death. Ενώ το ντεμπούτο άλμπουμ αξιοποίησε την αρχέγονη βιαιότητα του death metal, το “Leprosy” ήταν μια τελειοποίηση που ανέδειξε μια πιο δυναμική και περίπλοκη προσέγγιση. Οι δομές των τραγουδιών έγιναν πιο πολύπλοκες, οι εναλλαγές ρυθμού σκόπιμες και η συνολική εκτέλεση πιο εκλεπτυσμένη. Ήταν μια εξέλιξη που απεικόνιζε το πλάνο του Schuldiner να διευρύνει τα όρια του είδους και την αδιάκοπη επιδίωξη της μουσικής τελειότητας.
Το να βαδίσεις στο τεντωμένο σκοινί μεταξύ πιασάρικου και αξιομνημόνευτου είναι από μόνο του μία πολύ δύσκολη αποστολή. Ένα τραγούδι γίνεται θρυλικό μέσω της επανάληψης, η οποία για να έρθει «απαιτεί» προσιτή μουσικότητα. ‘Ομως, το “Leprosy” το πετυχαίνει χωρίς το τελευταίο συστατικό. Μάλιστα κόβει κάθε ομφάλιο λώρο με το thrash metal. Οπότε επιστρέφουμε στο ερώτημα: «Πώς το έκαναν οι Death;». Το πέτυχαν με κομμάτια που κινούνται σαν roller coaster, γεμάτα hooks που σου μένουν, συγχρόνως με δαιδαλώδεις δομές, οι οποίοες παρά την περιπλοκότητα τους, δε χάνουν κάτι από τη μαγεία τους.
Μοιάζει τόσο αντιφατικό όλο αυτό που σε έναν βαθμό το καθιστά μη πιστευτό. Έχουμε όμως την πολυτέλεια να εξετάζουμε το έργο των Death μεταγενέστερα. Δεν είναι τυχαίο ότι το πέρασμα του χρόνου δουλεύει υπέρ τους, όπως και το ότι αποτλεούν την «ιερή αγελάδα» του heavy metal. Μπορεί σε πολλούς να μην αρέσουν, δε θα βρεθεί, όμως, κανείς να πει κακή κουβέντα για αυτούς. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της ικανότητας της δισκογραφίας τους η οποία αποτυπώνει οτην εξέλιξη ενός ολόκληρου είδους.
Στον πυρήνα των Death βρίσκεται η κιθαριστική δουλειά, η οποία ξεχωρίζει και στο “Leprosy”
Το “Leprosy”, που κυκλοφόρησε το 1988, αποτέλεσε ένα σεισμικό γεγονός στη death metal κοινότητα. Ενώ το “Scream Bloody Gore” δούλευε στα ακατέργαστα θεμέλια του death metal, το “Leprosy” μοιάζει με το πιο εκλεπτυσμένο και εξελιγμένο «αδελφάκι» του. Η σημασία του άλμπουμ δεν έγκειται μόνο στις ηχητικές καινοτομίες του, αλλά και στον πρωτοποριακό του ρόλο.
Όμως, στα τέλη του ’80 οι Death δεν ήταν οι θρύλοι που γνωρίζουμε σήμερα. Η δημιουργία του “Leprosy” ήταν ένα ταξίδι γεμάτο προκλήσεις. Αντιμετώπισαν υλικοτεχνικά και οικονομικά εμπόδια κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης, ωστόσο ο Chuck Schuldiner, ήταν από τότε ένας μουσικός οραματιστής με αμείλικτη επιδίωξη της τελειότητας. Έτσι, παρά τα εμπόδια, η αποφασιστικότητα και το όραμα του Schuldiner ώθησαν τους Death να δημιουργήσουν ένα άλμπουμ που όχι απλώς θα ανταποκρινόταν στις προσδοκίες αλλά θα τις επαναπροσδιόριζε.
Στον πυρήνα των Death βρίσκεται η κιθαριστική δουλειά, η οποία ξεχωρίζει και στο “Leprosy”. To κιθαριστικό δίδυμο του “Leprosy”, αποτελούμενο από τους Rick Rozz και Chuck Schuldiner, είναι πραγματικά δολοφονικό. Ούτε μια φορά δεν σταματούν τον φρενήρη ρυθμό του album και οι μελωδίες με τις οποίες το γεμίζουν, κρατούν τη μαγεία του. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι στο “Leprosy” ακούμε μερικά από τα καλύτερα death metal κομμάτια όλων των εποχών, “Left to Die” και “Pull the Plug“.
Το “Leprosy” είναι σημαντικό γιατί είναι η πρώτη ξεκάθαρη επιρροή του Chuck Schuldiner στο death metal
Η επιτυχία του “Leprosy” όχι μόνο εδραίωσε τη θέση των Death στα χρονικά της heavy metal ιστορίας, αλλά έθεσε και τις βάσεις για τα επόμενα άλμπουμ τους. Κάθε κυκλοφορία χτιζόταν πάνω στα θεμέλια που έθετε ο προκάτοχός της, με τον Chuck Schuldiner να αλλάζει μουσικούς για να βρει την τέλεια συνταγή. Από το “Spiritual Healing” μέχρι το καθοριστικό για το είδος “Human” και όχι μόνο, η δισκογραφία των Death παρέμεινε ένα ταξίδι εξερεύνησης, με κάθε άλμπουμ να συμβάλλει στην κληρονομιά τους ως ένα από τα πιο καινοτόμα και επιδραστικά σχήματα της metal σκηνής.
Το “Leprosy” είναι σημαντικό γιατί είναι η πρώτη ξεκάθαρη επιρροή των Death στον ήχο του χώρου τους και αυτό που γνωστή την παρουσία τους. Επίσης η επιρροή του άλμπουμ στις επόμενες γενιές του death metal είναι ανυπολόγιστη. Μπάντες σε όλο τον κόσμο, εμπνευσμένες από το τολμηρό πνεύμα των Death, ενσάρκωσαν την ιδέα ότι μέσα στη σφαίρα της ακραίας μουσικής υπάρχει μια απεριόριστη έκταση για δημιουργικότητα. Ένας χώρος όπου οι καλλιτέχνες μπορούν να διαμορφώσουν και να επαναπροσδιορίσουν την ίδια την ουσία της τέχνης τους. Ο Chuck Schuldiner, ένας φάρος που έλαμψε έντονα, μπορεί να έφυγε από τη ζωή, αλλά η κληρονομιά του συνεχίζει να ζει.