Αινιγματικός, πολύπλευρος μουσικός και σίγουρα σκοτεινός. Κάπως έτσι θα περιέγραφε τον King Dude ένα μεγάλο μέρος του κόσμου που έχει ακούσει τη μουσική του. Και ενώ δεν ήταν νέος στο μουσικό κουρμπέτι, χρειάστηκε ένα side-project -ή project κρεβατοκάμαρας όπως λέει ο ίδιος- προκειμένου να πετύχει το μουσικό breakthrough.
«Το King Dude ξεκίνησε ως ένα project για την κρεβατοκάμαρα. Ήταν από αυτά τα πράγματα που δεν φανταζόμουν ποτέ να μοιράζομαι με κάποιον. Ωστόσο, ορισμένοι άνθρωποι τελικά το άκουσαν και με ενθάρρυναν να το βάλω στο διαδίκτυο. Και το έκανα, χωρίς να σκεφτώ πραγματικά το όνομα, πόσο ηλίθιο ήταν ή πώς θα αντιδρούσαν οι άλλοι σε αυτό», θυμάται ο TJ Cowgill. Όταν αυτό το project γεννήθηκε, ο ιθύνων νους του ήταν ακόμα ενεργός στη black metal σκηνή με το συγκρότημα Book of Black Earth.
Όμως τα μέλη της μπάντας είχαν αρχίσει να απομακρύνονται και η προσοχή του Cowgill μετατοπίστηκε στη σόλο δουλειά του. Η μουσική των King Dude εξελίχθηκε από τη σκοτεινή folk και συμπεριέλαβε αρκετά νέα στοιχεία. Neo-folk, πρώιμη country, blues, death rock και gothic rock, με πινελιές από surf και rhythm and blues. Θεματικά, τα τραγούδια του εξερευνούσαν την αγάπη, το σεξ, τη μαγεία και το θάνατο, συχνά υπό ένα εωσφορικό πρίσμα.
Όταν λοιπόν ανέβασε τη μουσική του στο MySpace, υπέπεσε στην αντίληψη του Kim Larsen των Of the Wand & the Moon. Ο Δανός μουσικός εντυπωσιάστηκε και μάλιστα δεν αρκέστηκε απλά σε εγκωμιαστικά σχόλια. Επικοινώνησε με τον TJ Cowgill προκειμένου να βρουν μία φόρμουλα συνεργασίας. Παρότι το όνομα φάνηκε να αποτελεί κάποιου είδους εμπόδιο, τελικά ξεπεράστηκε. Έτσι φτάσαμε στο 2010. Όταν δηλαδή κυκλοφόρησε το split του King Dude με το έτερο project του Δανού, τους Solanaceae.
Για να αναδυθεί ο King Dude, ο TJ Cowgill έπρεπε να αρχίσει να πειραματίζεται με τη μουσική του
Για τον TJ Cowgill, η μουσική ήταν πάντα μια ισχυρή και μεταμορφωτική δύναμη. Η πρώτη φορά που εντυπωσιάστηκε ήταν στα οκτώ του χρόνια, όταν ήρθε σε επαφή με την ωμή ενέργεια του “Appetite for Destruction”. Το μουσικό βίντεο για το “Welcome to the Jungle” του άφησε ένα ανεξίτηλο σημάδι. Συνδύαζε τη γοητεία και τον φόβο με έναν τρόπο που τον έσπρωξε στη μουσική.
Μεγαλώνοντας στην περιοχή του Seattle, μετά το διαζύγιο των γονιών του, ο Cowgill ήταν το «παράξενο παιδί» που είχε μια ασυνήθιστη συμπάθεια στο Halloween. Επίσης αγαπούσε πολύ τη ζωγραφική απόκοσμων εικονογραφήσεων. Με την άνοδο των Nirvana είδε έναν δρόμο προς τη μουσική που δεν περιλάμβανε τη λάμψη του Χολιγουντιανού hair metal. Η επιτυχία τους του έδειξε ότι μπορούσε κανείς να προέρχεται από οπουδήποτε και να έχει αντίκτυπο στον κόσμο της μουσικής. Μια συνειδητοποίηση που μετατόπισε την εστίασή του από τα κόμικς στις κιθάρες.
Στα 16 του χρόνια, ο Cowgill είχε μετακομίσει μόνος του, βρίσκοντας δουλειά στην Easy Street Records του West Seattle. Βυθισμένος στη hardcore σκηνή καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, σχημάτισε τελικά το black metal συγκρότημα Book of Black Earth. Αυτό το συγκρότημα, που χαρακτηριζόταν από βίαιο ύφος και δυσοίωνες αρμονίες, βρήκε χώρο σε ένα κοινό που αρεσκόταν να ακούει συγκροτήματα όπως οι Mastodon και οι High on Fire.
Παρότι η μπάντα του ήταν σχετικά επιτυχημένη, η προσωπικότητα του King Dude αναδύθηκε όταν ο Cowgill άρχισε να πειραματίζεται με τη μουσική στην κρεβατοκάμαρά του. Οι πρώιμοι δίσκοι του King Dude, όπως το “My Beloved Ghost” και το “Love”, ήταν λιτοί και στοιχειωμένοι. Τους χαρακτήριζε τι έντονο reverb και τα overdubs φωνητικών. Αυτές οι τεχνικές, που αρχικά χρησιμοποιήθηκαν για να καλύψουν ατέλειες, έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι του ήχου του. Ίσως και να αποτέλεσαν καθοριστικό παράγοντα προκειμένου να αγκαλιαστεί η τέχνη του από fans διάφορων ειδών.
Η μουσική του King Dude εξαρτάται άμεσα από τη σχέση του TJ Cowgill με τον αποκρυφισμό
Η μουσική του King Dude είναι ένα ποικιλόμορφο μείγμα, αντλώντας έμπνευση από διάφορες πηγές. Ενώ ο TJ θαυμάζει τους Βρετανούς neofolk θρύλους Current 93, το τραγούδι του “The Girls” επηρεάστηκε εμφανώς από τους Beatles της εποχής του “The White Album”. Επίσης, σε πολλά του κομμάτια ακούγονται έντονες επιρροές από την πρώιμη δουλειά του Genesis P-Orridge και του David Bowie.
Παρά τη βαθιά εκτίμησή του για τη neo-folk, ο Cowgill διατηρεί μια αίσθηση αποστασιοποίησης από το είδος. «Δεν βλέπω τον εαυτό μου ως μέρος της νεο-φολκ σκηνής. Εννοώ ότι μοιραζόμαστε κάποια ενδιαφέροντα και τίποτα αμφιλεγόμενο απαραίτητα, αλλά υπάρχουν ορισμένα πράγματα που βρίσκω λίγο χαζά». Εκτιμά τα πουριστικά στοιχεία του είδους, αλλά προτιμά μια πιο ρευστή προσέγγιση στη δημιουργικότητα. Αυτό επιτρέπει την οργανική εξέλιξη παρά την άκαμπτη -κατ’ αυτόν- προσήλωση στην παράδοση.
Μια σημαντική πτυχή της μουσικής και της ζωής του Cowgill ήταν η ενασχόλησή του με τον αποκρυφισμό. Το ταξίδι του στον αποκρυφισμό ξεκίνησε στα εφηβικά του χρόνια, με πρώιμους πειραματισμούς στη μαγεία και την πνευματικότητα που επηρεάστηκαν βαθιά από τη χρήση LSD. Αυτές οι εμπειρίες, αν και αρχικά ήταν αδόκιμες, τελικά οδήγησαν τον Cowgill σε μια πιο πειθαρχημένη πρακτική της μαγείας.
Ο Cowgill περιγράφει τη σχέση του με τον αποκρυφισμό ως φυσική και εξελισσόμενη. Πιστεύει ότι οι μαγικές πρακτικές είναι εγγενές μέρος της ανθρώπινης φύσης, κάτι που οι άνθρωποι κάνουν ενστικτωδώς πριν καν το συνειδητοποιήσουν. Οι πνευματικές του πεποιθήσεις, τις οποίες περιγράφει ως εωσφορικές, δίνουν έμφαση στη σοφία, την αυτοεξέταση και τη διασύνδεση όλων των πραγμάτων.
O ήχος του King Dude επεκτάθηκε και συμπεριέλαβε surf rock και blues στοιχεία
Το 2016, ο Cowgill αρχίζει να απομακρύνεται από τη μαγεία. Ωστόσο, μια ισχυρή συγχρονικότητα αναζωπυρώνει τις πνευματικές του αναζητήσεις. Ενώ σκεφτόταν την επιστροφή του στη μαγεία, ο Cowgill αποφάσισε να εντρυφήσει στα έργα των John Dee και Edward Kelly, διάσημων προσωπικοτήτων στον κόσμο της Ενωχιανής μαγείας. Τότε ο Cowgill έλαβε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τον ιδιοκτήτη του που του παρουσίαζε έναν νέο ιδιοκτήτη που ονομαζόταν Dee Kelly. Αυτό το τυχαίο γεγονός έπεισε τον Cowgill ότι βρισκόταν στο σωστό δρόμο και επιβεβαίωσε τη δέσμευσή του στη μαγεία.
Ο Cowgill θεωρεί τέτοιες συμπτώσεις ως σημάδια ότι κάποιος είναι ευθυγραμμισμένος με το μυστικιστικό μονοπάτι. Παραλληλίζοντας τη φιλοσοφία του Γιουνγκ και τις χριστιανικές αντιλήψεις για τα θεία σημάδια, ο Cowgill πιστεύει ότι αυτές οι στιγμές δείχνουν ότι κάποιος κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Δεν υπαγορεύουν συγκεκριμένες ενέργειες. Περισσότερο παρέχουν επιβεβαίωση και ενθάρρυνση για να συνεχίσει κανείς στο μονοπάτι που έχει επιλέξει.
Η προσέγγιση του Cowgill στη μουσική ήταν πάντα βαθιά προσωπική και αντανακλούσε το πνευματικό του ταξίδι. Ίσως αυτό να ήταν το στοιχείο που τον βοήθησε να δημιουργήσει μια τόσο βαθιά σύνδεση με το κοινό του. Άλμπουμ όπως το “Fear” θεωρεί ότι βρήκαν απήχηση επειδή πραγματεύονται καθολικά θέματα αγώνα και μεταμόρφωσης.
Αυτό που αρχικά ξεκίνησε ως ένα παράλληλο project το 2009, τελικά εξελίχθηκε σε ένα φαινόμενο παγκόσμιας αναγνώρισης. Μάλιστα, με την απόφασή του να προστεθεί μια συνοδευτική μπάντα, ο ήχος του King Dude επεκτάθηκε. Συμπεριέλαβε στοιχεία surf rock, blues και μπαλάντες. Αυτή η εξέλιξη είναι εμφανής στο “Fear”, το οποίο περιλαμβάνει εκκλησιαστικά όργανα και μια guest εμφάνιση του Spencer Moody των Murder City Devils. Οι συνεργασίες με καλλιτέχνες όπως η Chelsea Wolfe διεύρυναν περαιτέρω τα όρια, συνδυάζοντας τη gothic folk και τη roots μουσική με καινοτόμους τρόπους.
Ο Cowgill είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει τις αντιθέσεις και αυτό αποτυπώνεται στη μουσική του
Ο TJ πιστεύει ακράδαντα στη δύναμη της ηχογραφημένης μουσικής, αν και επικρίνει τις σύγχρονες τεχνικές παραγωγής και τη βιομηχανία στούντιο ως υπερβολικά περίπλοκες και ακριβές. «Θεωρώ ολόκληρη τη βιομηχανία στούντιο μια τεράστια σπατάλη χρόνου, χρήματος και προσπάθειας. Ακούστε τις ηχογραφήσεις του Alan Lomax και θα ακούσετε ήχους εξίσου λαμπρούς που προέρχονται μόνο από ένα μικρόφωνο και ένα κασετόφωνο», σχολιάζει ο ίδιος.
Αναφερόμενος στις ζωντανές ηχογραφήσεις του Lomax, ειδικά σε αυτές που αποτυπώνουν ωμές και αυθεντικές ερμηνείες, υποστηρίζει ότι οι ατέλειες συχνά κάνουν μια ηχογράφηση πιο γνήσια και εντυπωσιακή. Ένα ακόμα στοιχείο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας του ήταν τα ψυχεδελικά ναρκωτικά και κυρίως το LSD. Ο Cowgill άρχισε να πειραματίζεται με LSD στα δεκαπέντε του, πουλώντας το και χρησιμοποιώντας τα έσοδα για την αγορά μουσικών οργάνων.
«Τα ψυχεδελικά μπορεί να είναι ένας πολύ καλός τρόπος για να αποστασιοποιηθεί το μυαλό από την καθημερινή κοσμική ερμηνεία της πραγματικότητας – αυτό είναι υγιές για τον καθένα να το κάνει. Θα συνιστούσα το LSD σε όσους δεν το έχουν δοκιμάσει ακόμα, αλλά επίσης συνιστώ προσοχή – έχει μια σκοτεινή πλευρά, την οποία έχω δει να καταπίνει πολλούς», προειδοποιεί. Σήμερα, προτιμά το διαλογισμό και την απομόνωση από τις ουσίες. Θεωρεί ότι αποτελεσματικότερη τη στέρηση των αισθήσεων από τη χημεία.
Ο Cowgill, ο οποίος διαμένει πλέον στην Αυστραλία, έχει αγκαλιάσει το νέο του περιβάλλον. «Έχει κάπως κακή φήμη εξαιτίας των φιδιών και των αραχνών. Αλλά αυτές είναι ασήμαντες λεπτομέρειες σε ένα πραγματικά υπέροχο μέρος με εξίσου υπέροχους ανθρώπους», περιγράφει. Η μετακόμισή του στην Αυστραλία του προσέφερε μια νέα προοπτική και νέα έμπνευση.
Το “Fear” μπορεί να ερμηνευτεί ως ο δισκογραφικός θάνατος του King Dude ή ακόμα και ως μία μεταμόρφωση του TJ Cowgill
Βλέπουμε ότι ο Cowgill είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει τις αντιθέσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού αποτελεί ο δίσκος “Burning Daylight”. Ένα συναρπαστικό μείγμα απόγνωσης και ομορφιάς. Ο ίδιος ο τίτλος αντικατοπτρίζει αυτή τη δυαδικότητα. Αποτυπώνει τόσο την αίσθηση του περιορισμένου χρόνου όσο και μια οδυνηρή οπτική μεταφορά.
«Είναι και τα δύο», λέει ο Cowgill. «Ο δίσκος έχει να κάνει με το ότι ο χρόνος είναι εναντίον σου, οπότε όλες οι ιστορίες και οι χαρακτήρες έχουν μια απελπισμένη ατμόσφαιρα. Μου αρέσει να σκέφτομαι το θέμα ως τις στιγμές που τα πράγματα είναι τόσο άσχημα που δεν παρατηρείς καν πόσο όμορφο είναι το φως της ημέρας. Ή πώς οι εμμονές οδηγούν τους ανθρώπους να κάνουν κάτι τόσο έντονα που δεν βλέπουν τα καλά πράγματα γύρω τους».
Το ατμοσφαιρικό βάθος του άλμπουμ εμπλουτίζεται από τη χρήση φυσικών μη μουσικών ήχων που προσθέτουν ένα στρώμα ρεαλισμού στη μουσική. «Tο πρώτο κομμάτι είναι ο ήχος μιας τεράστιας πυρκαγιάς σε σπίτι που πήρα δείγμα από κάποιο οικιακό βίντεο που βρήκα στο διαδίκτυο», εξηγεί ο Cowgill. «Το κάνω συχνά αυτό και σχεδόν πάντα συμπεριλαμβάνω τέτοιους ήχους στους δίσκους μου. Στο “Burning Daylight” υπάρχουν ηχογραφήσεις από καμπάνες εκκλησιών από τη Στουτγάρδη. Από να τρένο στην Ιταλία, έναν χαλασμένο ανεμιστήρα μπάνιου σε ένα βιετναμέζικο εστιατόριο που λέγεται Ballet δίπλα στο γραφείο μας και πολλά άλλα».
Η μουσική του Cowgill με το ψευδώνυμο King Dude δεν είναι ένα μέσο για προσωπική κάθαρση
Το τελευταίο άλμπουμ του King Dude, “Fear”, έχει ως στόχο να δημιουργήσει «την πιο τρομακτική μουσική που θα μπορούσα να δημιουργήσω». Ωστόσο, το “Fear” σηματοδοτεί επίσης μια απόκλιση από το αμιγώς αφηγηματικό του στυλ. Περιλαμβάνει τραγούδια όπου ο Cowgill πλησιάζει περισσότερο στο να γράφει για τις δικές του εμπειρίες. «Μερικές φορές, είμαι ο πρωταγωνιστής ή ο αφηγητής, αλλά σε μια κατάσταση που δεν μου έχει συμβεί προσωπικά», εξηγεί, προσφέροντάς μας μια ματιά στον ψυχισμό του.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι αποτελεί και το δισκογραφικό τέλος του King Dude. Ακριβώς με τον τρόπο που ήθελε εξ αρχής ο Cowgill. Με τους δικούς του όρους. Στην ουσία, ο θάνατος του King Dude είναι μια μεταμόρφωση, ένα αναγκαίο τέλος για να ανοίξει ο δρόμος για νέα ξεκινήματα. Όπως εύστοχα το θέτει ο ίδιος ο Cowgill, «Όλα πεθαίνουν. Όλα πρέπει να πεθάνουν». Από αυτόν τον θάνατο, μια νέα ζωή θα αναδυθεί, φέρνοντας μαζί της την υπόσχεση της συνέχισης της δημιουργικότητας.
Άλλωστε η μουσική του King Dude διερευνά συχνά θέματα θνησιμότητας και ανθρώπινης κατάστασης. Ένα τραγούδι αναφέρεται συγκεκριμένα στον Ray Kurzweil, ένα στέλεχος της Google, και την προσπάθειά του για αθανασία μέσω της τεχνολογίας. «Ο θάνατος είναι ένα δώρο, σαν την άλλη πλευρά της γέννησης. Ένα τελευταίο μεγάλο ταξίδι στην ανθρώπινη εμπειρία. Ακόμα κι αν δεν πιστεύεις σε μια αιώνια μετά θάνατον ζωή, θα πρέπει να είσαι σε θέση να δεις πόσο κρίσιμο είναι να κάνεις στην άκρη για τη νεολαία και να επιτρέψεις στον κύκλο να συνεχιστεί», εκτιμά ο TJ.
Καθώς ο Cowgill προχωράει μπροστά, η κληρονομιά του ως King Dude παραμένει, μια απόδειξη της ικανότητάς του να συνδυάζει σκοτεινά θέματα με μια ποικίλη μουσική παλέτα
Υποστηρίζει ότι η επιδίωξη της αθανασίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κοινωνική δομή που θυμίζει το ελληνικό πάνθεον. Μία κοινωνία γεμάτη κακία και ματαιοδοξία αντί για καλοσύνη. Η ψηφιοποίηση του νου, ένας άλλος στόχος κάποιων πρωτοπόρων της τεχνολογίας, του φαίνεται επίσης μάταιη. «Η ψυχή δεν περνάει στα παιδιά μας, όπως δεν θα περνούσε και σε ένα ηλεκτρονικό αντίγραφο του μυαλού μας. Όλα αυτά μου φαίνονται σαν μια πολύ ανθρώπινη σπατάλη χρόνου», καταλήγει.
Η μουσική του Cowgill με το ψευδώνυμο King Dude δεν είναι ένα μέσο για προσωπική κάθαρση. «Αυτά τα απίστευτα προσωπικά τραγούδια που γράφουν οι άνθρωποι για τον χωρισμό, με κάνουν να ανατριχιάζω», παραδέχεται. Αντίθετα, τα τραγούδια του αγκαλιάζουν την αφηγηματική παράδοση της φολκ μουσικής, εξερευνώντας συχνά σκοτεινές, φανταστικές ιστορίες. Στο “Barbara Anne” από το “Burning Daylight”, ενσαρκώνει έναν χαρακτήρα που έχει παγιδευτεί από μια μοιραία γυναίκα, υφαίνοντας μια ιστορία δολοφονίας.
Η ολοκλήρωση του King Dude δεν αποτελεί τέλος αλλά μια νέα αρχή για τον Cowgill. Το τελευταίο του άλμπουμ αποτελεί το κατάλληλο επιστέγασμα ενός έργου που αφορούσε τόσο την εξερεύνηση και τον πειραματισμό όσο και τη μουσική. «Ο King Dude έπρεπε να πεθάνει ώστε ο TJ Cowgill, ο άνθρωπος πίσω από τον King Dude, να συνεχίσει να ζει, να αναπτύσσεται και να αλλάζει», εξηγεί ο ίδιος.
Καθώς ο Cowgill προχωράει μπροστά, η κληρονομιά του ως King Dude παραμένει. Μια απόδειξη της ικανότητάς του να συνδυάζει σκοτεινά θέματα με μια ποικίλη μουσική παλέτα. Το τέλος του King Dude σηματοδοτεί ένα νέο κεφάλαιο για τον Cowgill. Ένα κεφάλαιο που υπόσχεται συνεχή δημιουργικότητα και εξέλιξη. Απαλλαγμένο από τους περιορισμούς του προηγούμενου alter ego του.