Το popcorn έχει ταυτιστεί με την εμπειρία του κινηματογράφου. Η μυρωδιά του κυριαρχεί στις κινηματογραφικές αίσθουσες, ενώ οι μερίδες του αποτελούν βασικό έσοδο για τις αίθουσες. Όμως, η ιστορία του popcorn δεν ξεκίνησε από τις κινηματογραφικές αίθουσες. Η διαδρομή του ξεκινά χιλιάδες χρόνια πριν, όταν οι πρώτοι λαοί της Κεντρικής Αμερικής «εξημέρωσαν» το αγριόχορτο teosinte και το μετέτρεψαν σε καλαμπόκι. Το popcorn είναι μια ξεχωριστή ποικιλία καλαμποκιού. Οι κόκκοι του έχουν σκληρό περίβλημα και πολύ άμυλο. Όταν θερμαίνονται, η πίεση που δημιουργείται μέσα στον κόκκο το κάνει να σκάει και να παίρνει τη μορφή που ξέρουμε.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, το popcorn έγινε διαδεδομένο σε αγορές, τσίρκα και πανηγύρια. Το 1885 ο Charles Cretor εφηύρε την πρώτη ατμοκίνητη μηχανή popcorn. Η φορητή μηχανή επέτρεψε στους πωλητές να προσφέρουν popcorn στον κόσμο χωρίς να χρειάζεται κουζίνα, κάτι που δεν ίσχυε για άλλα σνακ, όπως τα πατατάκια. Η μυρωδιά του φρεσκοψημένου popcorn αποτέλεσε επίσης σημαντικό εμπορικό πλεονέκτημα.
Ωστόσο, τα πρώτα σινεμά διατηρούσαν αποστάσεις. Οι ιδιοκτήτες, επιδιώκοντας να μιμηθούν το στιλ των θεάτρων, δεν ήθελαν να γεμίσουν οι αίθουσες με σκουπίδια και θόρυβο από σνακ. Οι πελάτες θεωρούνταν ανώτερης τάξης και τα χαλιά τους, συχνά πολυτελή, έπρεπε να μείνουν καθαρά. Η έλευση του ήχου στις ταινίες το 1927 άνοιξε τον κινηματογράφο σε ευρύτερο κοινό. Πλέον, η αναγνωστική ικανότητα δεν αποτελούσε μοναδική προϋπόθεση για να απολαύσει κάποιος την ταινία.

Η οικονομική κρίση του 1929 άλλαξε τα δεδομένα. Το popcorn, φτηνό και εύκολα διαθέσιμο, έγινε προσβάσιμο ακόμα και στα πιο χαμηλά οικονομικά στρώματα. Οι πωλητές έστηναν τις μηχανές τους έξω από τις αίθουσες και πουλούσαν popcorn σε όσους έμπαιναν για να ξεφύγουν από τα καθημερινά προβλήματα. Η αντίδραση των αιθουσαρχών ήταν αρχικά αρνητική. Τοποθετούσαν πινακίδες για να αφήνουν οι πελάτες το popcorn μαζί με τα παλτά τους. Γρήγορα, όμως, παρατήρησαν πως οι εισπράξεις όσων είχαν συμφωνίες με πωλητές popcorn αυξήθηκαν. Έτσι, άρχισαν να εκμισθώνουν τον χώρο του λόμπι σε πωλητές και στη συνέχεια ανέλαβαν οι ίδιοι την πώληση popcorn.
Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το popcorn κυριάρχησε. Τα ζαχαρώδη προϊόντα σπάνιζαν λόγω περιορισμών στη ζάχαρη, οπότε το popcorn έγινε ο βασιλιάς των σνακ. Μέχρι το 1945, πάνω από το μισό popcorn που καταναλωνόταν στις ΗΠΑ τρωγόταν σε κινηματογράφους. Εμφανίστηκαν οι πρώτες διαφημίσεις snacks που προβάλλονταν πριν ή και κατά τη διάρκεια της ταινίας, όπως το περίφημο “Let’s All Go to the Lobby“.
Η σχέση popcorn και σινεμά μοιάζει αυτονόητη σήμερα, όμως διαμορφώθηκε από οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Το popcorn προσέφερε μια προσιτή απόλαυση σε δύσκολες εποχές και με την εφεύρεση της φορητής μηχανής παραγωγής έγινε εύκολο να προσφερθεί παντού. Η επιτυχία του έγκειται στη φθηνή παραγωγή, στη διασκέδαση του popping, αλλά και στη μοναδική μυρωδιά του που γεμίζει τον χώρο.

Στο σήμερα, το popcorn παραμένει ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής των κινηματογραφικών σνακ. Οι επιλογές μεγέθους στο ταμείο αποτελούν αντικείμενο μάρκετινγκ με έξυπνες τεχνικές πειθούς, όπως το λεγόμενο decoy effect. Αυτό συμβαίνει όταν προτείνεται μια «μέτρια» επιλογή (decoy) με τιμή κοντά στη μεγάλη, ώστε η μεγάλη να φαίνεται συμφέρουσα. Για παράδειγμα, όταν ένας πελάτης επιλέγει ανάμεσα σε small (150), medium (300) και large (350), το μεγάλο μέγεθος γίνεται πιο ελκυστικό επειδή η διαφορά τιμής είναι μικρή σε σχέση με το medium, ενώ η ποσότητα είναι πολύ μεγαλύτερη.
Το decoy effect στηρίζεται στο ότι η μέση επιλογή λειτουργεί ως δόλωμα, ωθώντας το κοινό να στραφεί στην πιο ακριβή επιλογή που η επιχείρηση θέλει να πουλήσει. Η ίδια στρατηγική έχει χρησιμοποιηθεί και σε άλλα προϊόντα, όπως στις συνδρομές του Economist, όπου η επιλογή print-only λειτουργεί ως decoy για να αυξηθούν οι πωλήσεις της πλήρους συνδρομής. Έτσι, το popcorn δεν είναι μόνο ένα γευστικό συνοδευτικό της ταινίας. Αποτελεί υπόδειγμα για το πώς η ιστορία, η τεχνολογία και το μάρκετινγκ διαμορφώνουν τις καταναλωτικές συνήθειες και επηρεάζουν τη συλλογική μας εμπειρία στον κινηματογράφο.