Το 2007 είναι μια χρονιά περίεργη για όσα ιδιώματα μουσικής τελειώνουν σε -core. Το σύγχρονο metalcore έχει παγιωθεί ως το νέο big thing, το hardcore εξακολουθεί να παράγει πράμα αλλά είναι κάπως «στην οπισθοφυλακή». Έχει περάσει και η κορύφωση του mid-00s emo fad όπου το ραδιόφωνο αγκάλιασε το πιο θλιμμένο pop punk. Το δε screamo μοιάζει να απευθύνεται σε αυτή τη σκηνή, χωρίς να κοιτάει προς τα πίσω. Μια πάρα πολύ περίεργη εποχή για να συνέλθουν σε σώμα οι μουσικοί που θα μείνουν γνωστοί ως Touche Amore.
Το “Parting The Seas Between Brightness And Me” είναι ο απόλυτος συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν
Ήταν οι μόνοι που θα απασχολούσαν τα επόμενα χρόνια την εναλλακτική punk σκηνή; Όχι. Μαζί με αυτούς ένα ολόκληρο κύμα μπαντών που αποφασίζει να γυρίσει το περιεχόμενό της «προς τα μέσα» και να κλάψει ουρλιάζοντας στο μικρόφωνο. La Dispute, Defeater και Pianos Become The Teeth είναι κάποια από αυτά τα ονόματα. Αλλά οι Touche Amore είναι το ζήτημα μας εν προκειμένω, τεράστιοι μεταξύ τεράστιων. Με μόλις ένα demo και μερικές εμφανίσεις στη δυτική πλευρά της Αμερικής, αποφασίζουν ότι ήρθε η ώρα για την ηχογράφηση του full length ντεμπούτου τους. Όπου full length γι’ αυτούς σημαίνει 18 λεπτά μουσικής.

Το “To The Beat Of A Dead Horse” κυκλοφορεί το 2009. Αποτελεί το πρώτο ευρέως διαδεδομένο υλικό τους. Παρά τη σύντομη διάρκειά του, συμπυκνώνει τόσο πόνο και βία που χωράνε από μόνα τους σε τρεις-τέσσερις δίσκους. Ακούγοντάς το κάποιος σήμερα μπορεί να καταλάβει πως η μπάντα είναι ακόμα στα ξεκινήματά της. Είναι ακόμα μουσικά οργισμένη, την ενδιαφέρει να τα σπάσει όλα. Αλλά ενδιάμεσα έχει και κάποιες μελωδικές/αφηγηματικές ιδέες που αργότερα θα αναπτυχθούν σε μακροσκελέστερες και σαφώς πιο εντυπωσιακές, sui generis μορφές. Τα αρπίσματα στο “Nine”, ο πόνος του “Adieux”, το μεγαλείο του “Throwing Copper”, όλα τους υπογραμμίζονται για μελλοντική χρήση.
Αφού περάσουν δύο χρόνια, πλέον η μπάντα έχει κατασταλάξει στο οριστικό της lineup. Οι Jeremy Szupnik (ντραμς) και Tyson White (κιθάρα) φεύγουν. Ο πάλαι ποτέ μπασίστας Nick Steinhardt αναλαμβάνει χρέη ρυθμικού κιθαρίστα με τον Tyler Kirby να γεμίζει το παλιό του πόστο. Ενώ ο Elliot Babin κάθεται πίσω από τα τύμπανα. Οι υπόλοιποι είναι εκεί που τους μάθαμε. Ο Jeremy Bolm στο μικρόφωνο και ο Clayton Stevens στη lead κιθάρα. Υπογράφουν στη Deathwish και το 2011 κυκλοφορούν το διάδοχο του ντεμπούτου τους.
Το 2013 οι Touche Amore αποφασίζουν να τα βάψουν όλα μπλε
Το “Parting The Seas Between Brightness And Me” είναι ο απόλυτος συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν του συγκροτήματος. Από τη μία πλευρά μένει η επιθετικότητα, η κραυγαλέα άρθρωση του πόνου και η πιο hardcore τήρηση της αποστολής τους. Από την άλλη, όμως, μοιάζουν να πειραματίζονται περισσότερο. Να εντάσσουν περισσότερα μελωδικά στοιχεία. Να «σκηνοθετούν» πιο στοχευμένα τον πόνο που ελλοχεύει στους στίχους τους.
Το “Method Act”, το “Uppers/Downers”, το “Amends” σκοτώνουν αργά και βασανιστικά. Η φωτεινή μελωδία πίσω από τον οδοστρωτήρα του “Home Away From Here” ζεσταίνει. Το πιάνο του “Condolences” όμως είναι αυτό που μας πιάνει απροετοίμαστους. Ένα αριστούργημα κατάρρευσης που δε θα μπορούσαν να έχουν γράψει στο παρελθόν τους. Μήπως να συνεχίσουν έτσι; Όχι συνθετικά αλλά ως leftfield νοοτροπία; Ναι γιατί όχι;

Και το 2013 οι Touche Amore αποφασίζουν να τα βάψουν όλα μπλε. Όπως αισθάνονται. Και να γίνουν εντελώς απρόβλεπτοι. Με το “Is Survived By” καταφέρνουν να ανέβουν δύο επίπεδα παραπάνω και πλέον να μιλάει πολύς κόσμος γι’ αυτούς και τις δημιουργίες τους. Το πρώτο αντικειμενικά παραδεκτό αριστούργημά τους τους συναντά στις πιο βαθιές εξομολογήσεις τους και τις πιο ξεχωριστές ενορχηστρώσεις όλης της μέχρι τότε καριέρας τους. Το μελωδικό indie υπογραμμίζεται αλλά δεν αντικαθιστά τη hardcore λογική. Οι στίχοι βουτάνε στο αυτομαστίγωμα και την αυτοκριτική. Την παραδοχή των φόβων. Την ολική επικράτηση της απογοήτευσης.
Ήδη με το “Flowers And You” δε γίνεται να μην τσακιστείς μπροστά στην ωμή ειλικρίνεια του να υποκρίνεσαι ότι όλα είναι οκ
«I’m starved for your acceptance and I work for your applause» ουρλιάζει ο Bolm στο “Harbor” και οι σύγχρονοι θιασώτες του post hardcore αποκτούν τον ύμνο τους. Το “Anything/Anyone” κσατακεραυνώνει τις προσδοκίες του κόσμου. Το “Kerosene” είναι ένα κομμάτι όνομα και πράμα, σαν το jamming χαρντκοράδων με μια shoegaze μπάντα. Κάθε τραγούδι και μια έκπληξη, και μια σφαλιάρα στον καθρέφτη. Θέλει δικό του κείμενο κι ανάλυση. Όχι μόνο ως προς το περιεχόμενό του αλλά και τη σημασία του για ολόκληρη τη μουσική σκηνή και την επιδραστικότητα που είχε στην κυνική εποχή που βγήκε.
Και έρχεται η στιγμή που κάθε καλλιτέχνης φοβάται. Την εμπειρική εξερεύνηση του πένθους. Την αποκρυστάλλωση εννοιών που κάνουν τη ζωή επίπονη. Την παραδοχή ότι κάποια άτομα δεν είναι πια εδώ. Τέταρτος δίσκος, συνοδευόμενος από μια βαριά απώλεια τετάρτου σταδίου. Το “Stage Four” είναι η εξερεύνηση του τραύματος της απώλειας του Bolm αφού χάνει τη μητέρα του από καρκίνο. Και ήδη από την εισαγωγή του “Flowers And You” δε γίνεται να μην τσακιστείς μπροστά στην ωμή ειλικρίνεια του να υποκρίνεσαι ότι όλα είναι οκ. Ότι ο χρόνος δε γυρνάει πίσω. Ούτε τα τραγούδια που τη θυμίζουν όπως παραδέχεται στο “New Halloween” και τη γλυκιά του μελωδία.
Και στο τέλος πώς να μιλήσω για το “Rapture”; Για το “Palm Trees”; Ή πως να αντέξω κι εγώ μαζί με τον Jeremy να ακούσω το μήνυμα της μητέρας του στο τέλος του “Skyscraper”; Μπορώ να αναφερθώ στις ενορχηστρώσεις; Ακούω πραγματικά ένα δίσκο όταν ακούω το “Stage Four”; Ποτέ. Είναι ένα ενιαίο αριστουργηματικό δημιούργημα που το αποφεύγω γιατί με σπάει. Και δεν μπορώ να είμαι το γαϊδούρι που θα μιλήσει για τις συνθέσεις και τις ερμηνείες και τη θέση του στη συνολική δισκογραφία της μπάντας όταν όλη μαζί κλαίει.
Αλλά έρχεται η στιγμή που το άκρο που χάνεις επουλώνεται στην πληγή του. Μπορείς και χρησιμοποιείς τα προσθετικά μέλη. Συνηθίζεις τις ουλές σου και δε φαίνεσαι σαν τέρας στον εαυτό σου. Και σε αποδέχονται και οι υπόλοιποι. Και ας καίγεται ο κόσμος όταν βγαίνεις να ουρλιάξεις ότι ζεις ακόμα. Και ότι νιώθεις καλά. Μιλάς με διαύγεια πλέον για τον πόνο που κουβαλάς και τον αποδέχεσαι.

Το “Lament” παρά τον πένθιμο τίτλο του παραμένει το πιο αισιόδοξο, σοφό και ευφάνταστο album της μπάντας. Γεμάτο δυναμισμό, μελωδίες, εξομολογήσεις, χαμόγελα και δάκρυα. Από το “Come Heroine” και τη σωτηρία του στην ευγνωμοσύνη του “Reminders“, στο πένθος του “Limelight” και την πιο ειλικρινή παραδοχή/update κατάστασης του “A Forecast”. Ένας δίσκος που σε χαϊδεύει για να σου πει ότι «όλα θα φτιάξουν ρε, προχώρα». Και αφού το πέτυχε εντός των lockdowns και των καραντινών, μια χαρά τα καταφέρνει και σήμερα.
Είναι νωρίς ακόμα να μιλήσω για το “Spiral In A Straight Line”. Κι αυτό γιατί έχει πολλές ατυχίες. Καταρχάς διαδέχεται 3 απανωτά αριστουργήματα που δεν γνωρίζουν από ταμπέλες. Κατά δεύτερον πήγαν σε τέτοια άκρα τον πειραματισμό τους συνολικά στο παρελθόν που ό,τι και να κάνουν πλέον θα ακούγεται ως αναμενόμενο. Είναι στη στιγμή που πλέον ξέρουν ότι πρέπει να επενδύσουν στις καλές, «κλασικές» τους νόρμες. Γιατί είμαστε ψυλλιασμένοι για το τι εστί Touche Amore.
Σύντομα θα λυγίσουμε μαζί τους και να αφομοιώσουμε το πώς ο πόνος γίνεται ενέργεια και αισιοδοξία
Αλλά με στιγμές όπως το “Altitude”, το “Mezzanine”, όπως και το έμπα του “Nobody’s” αλλά και την αναφορά στον “Hal Ashby”, δεν μπορώ να μην πω ότι είναι ένας απόλυτα Touche δίσκος. Και ως προς την ποιότητα. Κι ας ισχύει πλέον το “We say goodnight at different times”.
Επιτέλους, μπορούμε να τους περιμένουμε. Να λυγίσουμε μαζί τους και να αφομοιώσουμε το πώς ο πόνος γίνεται ενέργεια και αισιοδοξία. Τόσα χρόνια οι Touche Amore είχαν υπόσταση ως φωνές στο κεφάλι μας. Πλέον θα γίνουν παρουσίες στον ίδιο χώρο με εμάς. Και αυτό από μόνο του είναι λόγος να ανυπομονούμε κάθε δευτερόλεπτο. Τόσο απλά. Αυτή την Παρασκευή στο Fuzz Club.