Γενικά στο heavy metal, ελάχιστα άλμπουμ έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τη μοίρα ενός συγκροτήματος τόσο ριζικά όσο το “Gutter Ballet” των Savatage. Με την κυκλοφορία του το 1989, η μπάντα έκανε ένα αποφασιστικό βήμα μακριά από τις παραδοσιακές heavy metal ρίζες της, εισάγοντας ένοτνα συμφωνικά στοιχεία στον ήχο της. Αντίστοιχες περιπτώσεις είναι το “Operation: Mindcrime” των Queensrÿche και το “Images and Words” των Dream Theater. Το “Gutter Ballet” ήταν μια τολμηρή δημιουργική απόφαση, που ανέδειξε τη διάθεση του συγκροτήματος για εξέλιξη.
Η «μεταμόρφωση» των Savatage ξεκίνησε με μια ασυνήθιστη πρόταση του παραγωγού Paul O‘Neill, ο οποίος είχε ήδη παίξει σημαντικό ρόλο στην επιτυχία του προηγούμενου τους άλμπουμ, “Hall of the Mountain King”. Αναγνωρίζοντας ότι η μπάντα είχε ξεπεράσει τον «ορθόδοξο» ήχο των πρώτων χρόνων της, ο O’Neill τους ενθάρρυνε να απομακρυνθούν και άλλο τις νόρμες του είδους. Πίστευε ότι μπορούσαν να γίνουν κάτι περισσότερο από μια «απλή metal μπάντα», τους οραματιζόταν ως τους πρωτοπόρους που θα συνδύαζαν τη heavy μουσική με την κλασική.
Το Ο O’Neill για να υλοποιήσει το όραμά του έδωσε στον Jon Oliva, τον τραγουδιστή και πιανίστα του συγκροτήματος, εισιτήρια για το “Phantom of the Opera”. Για τον Jon, ο οποίος ήξερε από συνθέσεις με βάση το πιάνο, η παράσταση στο Broadway ήταν μια αποκάλυψη. Συγκλονισμένος από το μεγαλείο της, επέστρεψε στο στούντιο, κάθισε σε ένα πιάνο που κάποτε ανήκε στον John Lennon και άρχισε να παίζει αυτό που αργότερα θα γινόταν το ομώνυμο κομμάτι, το “Gutter Ballet”. Εκείνη τη στιγμή, η πορεία των Savatage άλλαξε για πάντα.
Η δημιουργία του ομότιτλου κομματιού δεν ήταν τίποτα λιγότερο από μαγεία. Ο Oliva, ο O’Neill και ο κιθαρίστας Criss Oliva δημιούργησαν το τραγούδι σε μία μόνο συνάντηση. Η σύνθεση που προέκυψε ανακάτευε τη δύναμη του metal με την κομψότητα μιας θεατρικής παράστασης, δίνοντας τον τόνο για το υπόλοιπο άλμπουμ. Ουσιαστικά ήταν το σημείο όπου οι Savatage έδεικαν έτοιμοι και αποφασισμένοι να υπερβούν τους περιορισμούς του heavy metal.
Αν και το “Gutter Ballet” μνημονεύεται συχνά για τα συμφωνικά του στοιχεία και τις δραματικές του συνθέσεις, δεν εγκατέλειψε εντελώς τις πιο βαριές ρίζες της μπάντας. Κομμάτια όπως τα “Of Rage and War” και “She’s in Love” διατήρησαν την ενέργεια της προηγούμενης δουλειάς τους. Το πρώτο είναι ένα κλασικό mid-tempo κομμάτι που μιλάει για την καταστροφική φύση του πολέμου, ενώ το δεύτερο, ένα πολύ πιο γρήγορο κομμάτι, ήταν μια «βιτρίνα» για τις εκθαμβωτικές κιθαριστικές ικανότητες του Criss Oliva. Αυτά τα τραγούδια λειτούργησαν ως γέφυρα μεταξύ του παρελθόντος των Savatage και του μέλλοντος που ανοιγόταν μπροστά τους.
Φυσικά, η συμβολή του Criss Oliva στο άλμπουμ δεν μπορεί να προσπεραστεί. Η κιθαριστική του δουλειά ήταν η «κόλλα» που συγκρατούσε τα διαφορετικά στοιχεία του “Gutter Ballet”, από τα riffs των πιο βαριών κομματιών μέχρι τα περίπλοκα, συναισθηματικά σόλο που απογείωναν τα πιο θεατρικά κομμάτια. Στο ορχηστρικό “Temptation Revelation”, το παίξιμο του Criss φτάνει σε νέα ύψη, συνδυάζοντας την τεχνική δεινότητα με μια σχεδόν κινηματογραφική αίσθηση αφήγησης. Αυτό το ορχηστρικό, που αρχικά προοριζόταν να προλογίσει το “When the Crowds Are Gone”, φανερώνει την ιδιοφυΐα του και είναι προάγγελος του συμφωνικού ήχου που το συγκρότημα θα αγκάλιαζε πλήρως σε μεταγενέστερα άλμπουμ.
Το “When the Crowds Are Gone” συχνά χαρακτηρίζεται ως το συναισθηματικό επίκεντρο του άλμπουμ, και δικαίως. Ξεκινώντας με μια απλή μελωδία πιάνου, το τραγούδι εξελίσσεται σε μια επιβλητική μπαλάντα που καταπιάνεται με θέματα όπως η μοναξιά και η λαχτάρα για νόημα. Τα φωνητικά του Jon Oliva είναι ωμά, συμπληρώνοντας τέλεια το σόλο του. Οι στίχοι, γραμμένοι από τον O’Neill, αποτυπώνουν την ατελείωτη αναζήτηση του σκοπού, βρίσκοντας απήχηση σε όποιον έχει παλέψει ποτέ με τις δημιουργικές του φιλοδοξίες. Είναι ένα κομμάτι που περικλείει την καρδιά του “Gutter Ballet”: ένα μείγμα ευπάθειας και μεγαλείου που μοιάζει τόσο με θεατρική παράσταση όσο και με heavy metal τραγούδι.
Η αφήγηση του άλμπουμ δεν σταματά εκεί. Κομμάτια όπως τα “Hounds” και “The Unholy” εμβαθύνουν σε πιο σκοτεινά, σχεδόν υπερφυσικά θέματα. Το “Hounds”, εμπνευσμένο από το “The Hound of the Baskervilles” του Sir Arthur Conan Doyle, «ζωγραφίζει μια ζωντανή εικόνα» από δυσοίωνους βάλτους και πλάσματα, που ζωντανεύει από τα riffs του Criss και τα δραματικά φωνητικά του Jon. Εν τω μεταξύ, το “The Unholy” εξερευνά το πνευματικό σκοτάδι, εδραιώνοντας την ικανότητα των Savatage να πλάθουν κινηματογραφικές ιστορίες με τη μουσική τους.
Ακόμα και τα ορχηστρικά κομμάτια του άλμπουμ συμβάλλουν στη δραματική του ατμόσφαιρα. Το “Silk and Steel”, ένα ντελικάτο ιντερλούδιο με ακουστική κιθάρα, παρέχει μια στιγμή ενδοσκόπησης μέσα στο χάος. Αυτή η πιο ήπια πλευρά των Savatage μπορεί να φαίνεται σε αντίθεση με τις βαριές ρίζες τους, όμως, αναδεικνύει την προθυμία του συγκροτήματος να πάρει ρίσκα και να διευρύνει τη μουσική του παλέτα.
Η δημιουργία του “Gutter Ballet” δεν ήταν χωρίς τις προκλήσεις της. Για τον Jon Oliva, η στροφή προς ένα πιο θεατρικό ύφος ήταν ταυτόχρονα συναρπαστική και τρομακτική. Παρά τις προκλήσεις, το συνεκτικό όραμα του άλμπουμ λάμπει μέσα από αυτό. Η σχολαστική παραγωγή του Paul O’Neill εξασφάλισε ότι κάθε στοιχείο, από τις μεγαλειώδεις εισαγωγές του πιάνου μέχρι τα καταιγιστικά riffs, εξυπηρετούσε τη συνολική αφήγηση. Αυτό το όραμα θα κορυφωνόταν αργότερα σε concept άλμπουμ όπως το “Streets: A Rock Opera”. Ωστότο, το “Gutter Ballet” ήταν το κρίσιμο πρώτο βήμα. Ο μεταβατικός δίσκος που εξισορροπούσε την καινοτομία με την παράδοση.
Η κληρονομιά του άλμπουμ είναι αναμφισβήτητη. Αν και δεν σημείωσε mainstream επιτυχία κατά την κυκλοφορία του, έκτοτε έχει αναγνωριστεί ως ορόσημο. Η επιρροή του μπορεί να φανεί στη δουλειά αμέτρητων συγκροτημάτων που ακολούθησαν, από τους Dream Theater μέχρι τους Nightwish, και για τους Savatage, σηματοδότησε την αρχή ενός ταξιδιού που τελικά θα οδηγούσε στη δημιουργία των Trans-Siberian Orchestra. Σε ένα project που θα έφερνε το θεατρικό τους όραμα σε ένα ακόμα ευρύτερο κοινό. Αναλογιζόμενος το άλμπουμ χρόνια αργότερα, ο Jon Oliva το περιέγραψε ως κάτι περισσότερο από απλή μουσική. «Ήταν, και παραμένει, μια μοναδική εμπειρία. Ένα ταξίδι σε αχαρτογράφητη περιοχή».
